Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμπαραβάλλομαι
ἐμπαραγίγνομαι
ἐμπαράθετος
ἐμπαραλιμπάνω
ἐμπαρασκευάζω
ἐμπαράσκευος
ἐμπαρέχω
ἐμπαρίσταμαι
ἐμπαροινέω
ἐμπαροίνημα
ἔμπαρος
ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπαρσις
ἔμπας
ἔμπας
ἐμπασέντας
ἔμπασις
ἔμπασις
ἔμπασμα
ἐμπάσσω
ἐμπαστέον
View word page
ἔμπαρος
ἔμπαρος· ἔμπληκτος, Hsch. [Prob. , cf. ἔμπηρος.]


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμπαρος
Headword (normalized):
ἔμπαρος
Headword (normalized/stripped):
εμπαρος
IDX:
34232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμπαρος·</span> <span class="foreign greek">ἔμπληκτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> [Prob. <span class="pron greek">ᾱ</span>, cf. <span class="foreign greek">ἔμπηρος</span>.]</div><br><br>'}