Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμμίμνω
ἐμμίσγω
ἔμμισθος
ἐμμογέω
ἔμμοιρος
ἐμμολύνω
ἐμμονεύω
ἐμμονή
ἐμμονίαι
ἔμμονος
ἔμμορε
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἐμμοτέω
ἔμμοτος
ἔμμουσος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
ἐμμυθόω
ἐμμυχατεύειν
ἐμμύχιος
View word page
ἔμμορε
ἔμμορε, ἐμμόρμενος, ἔμμορον,
A). v. μείρομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμμορε
Headword (normalized):
ἔμμορε
Headword (normalized/stripped):
εμμορε
IDX:
34178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34179
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμμορε</span>, <span class="orth greek">ἐμμόρμενος</span>, <span class="orth greek">ἔμμορον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μείρομαι</span> .</div> </div><br><br>'}