Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμμενετός
ἐμμενής
ἐμμενύτρωτος
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἔμμεται
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμηλάδας
ἐμμηναῖος
ἐμμήνιος
ἔμμηνις
ἔμμηνος
ἔμμηρος
View word page
ἔμμεται
ἔμμεται· ὀρχεῖται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμμεται
Headword (normalized):
ἔμμεται
Headword (normalized/stripped):
εμμεται
IDX:
34153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34154
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμμεται·</span> <span class="foreign greek">ὀρχεῖται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}