Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐμμελετητέον
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμεμφής
ἔμμεν
ἐμμενετέον
ἐμμενετικός
ἐμμενετός
ἐμμενής
ἐμμενύτρωτος
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἔμμεται
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
View word page
ἐμμενύτρωτος
ἐμμενύτρωτος·
μέτριος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐμμενύτρωτος
Headword (normalized):
ἐμμενύτρωτος
Headword (normalized/stripped):
εμμενυτρωτος
IDX:
34145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34146
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμμενύτρωτος·</span> <span class="foreign greek">μέτριος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}