Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκράαντος
ἀκραγής
ἀκράδαντος
ἀκραής
ἀκραίνει
ἀκραῖος
ἀκραίπαλος
ἀκραιπάλωτος
ἀκραιφνής
ἀκραιφνότης
ἀκραμύλα
ἄκραντος
ἀκραξόνιον
ἀκρασία1
ἀκρασία2
ἀκρασίων
ἀκράσπεδος
ἀκρατάριον
ἀκράτεια
ἀκρατεύομαι
ἀκρατευτικός
View word page
ἀκραμύλα
ἀκραμύλα· κοχλίας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκραμύλα
Headword (normalized):
ἀκραμύλα
Headword (normalized/stripped):
ακραμυλα
IDX:
3410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3411
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκραμύλα·</span> <span class="foreign greek">κοχλίας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}