Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔμβρεος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρίμησις
ἔμβριον
ἐμβρονταῖος
ἐμβροντάω
ἐμβροντησία
ἐμβρόντητος
ἐμβροχάς
ἐμβροχή
ἐμβρόχημα
ἐμβρόχθιος
ἐμβροχίζω
ἔμβροχος
View word page
ἔμβριον
ἔμβριον· θεῖον, Hsch. ἐμβρόνιον· μικρὸν καὶ ἀπόρφυρον ἱμάτ ιον Τιβερικόν (leg. Ἰβηρικόν), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμβριον
Headword (normalized):
ἔμβριον
Headword (normalized/stripped):
εμβριον
IDX:
34053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμβριον·</span> <span class="foreign greek">θεῖον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἐμβρόνιον·</span> <span class="foreign greek">μικρὸν καὶ ἀπόρφυρον ἱμάτ ιον Τιβερικόν</span> (leg. <span class="foreign greek">Ἰβηρικόν</span>), Id.</div><br><br>'}