Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμβράγχια
ἐμβραδύνω
ἐμβραμένα
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρίμησις
ἔμβριον
View word page
ἔμβρεος
ἔμβρεος· ἐνεός, μωρός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμβρεος
Headword (normalized):
ἔμβρεος
Headword (normalized/stripped):
εμβρεος
IDX:
34043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμβρεος·</span> <span class="foreign greek">ἐνεός, μωρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}