Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμβόλιμος
ἐμβολίνη
ἐμβόλιον
ἐμβόλισμα
ἐμβολῖται
ἐμβολοδέτης
ἐμβολοειδής
ἔμβολος
ἐμβομβέω
ἐμβόσκομαι
ἐμβοτέω
ἐμβουκολέω
ἐμβράγχια
ἐμβραδύνω
ἐμβραμένα
ἐμβράσσω
ἔμβραχυ
ἔμβρεγμα
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
View word page
ἐμβοτέω
ἐμβοτέω,
A). v. ἐμβατέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμβοτέω
Headword (normalized):
ἐμβοτέω
Headword (normalized/stripped):
εμβοτεω
IDX:
34031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμβοτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐμβατέω</span> .</div> </div><br><br>'}