Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐμβόησις
ἐμβοθρεύω
ἐμβοθρόομαι
ἔμβοθρος
ἐμβολάδην
ἐμβολάδιον
ἐμβολάς
ἐμβολεύς
ἐμβολεύω
ἐμβολή
ἐμβολίδες
ἐμβολιμαῖος
ἐμβόλιμος
ἐμβολίνη
ἐμβόλιον
ἐμβόλισμα
ἐμβολῖται
ἐμβολοδέτης
ἐμβολοειδής
ἔμβολος
ἐμβομβέω
View word page
ἐμβολίδες
ἐμβολίδες·
αἱ περιθεταί
(sc.
κόμαι
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐμβολίδες
Headword (normalized):
ἐμβολίδες
Headword (normalized/stripped):
εμβολιδες
IDX:
34019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-34020
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμβολίδες·</span> <span class="foreign greek">αἱ περιθεταί</span> (sc. <span class="foreign greek">κόμαι</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}