Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐμβατήρ
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβατικός
ἐμβατός
ἐμβαφίας
ἐμβάφιον
ἔμβαχον
ἐμβέβαα
ἐμβεβαιόομαι
ἐμβεβρυττόμενος
ἐμβελής
ἔμβη
ἐμβιβάζω
ἐμβιβάσκω
ἐμβιβασμός
ἐμβιβαστέον
ἐμβιβαστής
ἔμβιος
ἐμβιοτεύω
ἐμβιόω
View word page
ἐμβεβρυττόμενος
ἐμβεβρυττόμενος·
ἀναίσθητος, ἐμβρόντητος
,
Hsch.
ἐμβεκανεῖται·
ἐμπέπλεκται
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐμβεβρυττόμενος
Headword (normalized):
ἐμβεβρυττόμενος
Headword (normalized/stripped):
εμβεβρυττομενος
IDX:
33984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33985
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμβεβρυττόμενος·</span> <span class="foreign greek">ἀναίσθητος, ἐμβρόντητος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἐμβεκανεῖται·</span> <span class="foreign greek">ἐμπέπλεκται</span>, Id.</div><br><br>'}