Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμβατεύω
ἐμβατέω
ἐμβατήρ
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβατικός
ἐμβατός
ἐμβαφίας
ἐμβάφιον
ἔμβαχον
ἐμβέβαα
ἐμβεβαιόομαι
ἐμβεβρυττόμενος
ἐμβελής
ἔμβη
ἐμβιβάζω
ἐμβιβάσκω
ἐμβιβασμός
ἐμβιβαστέον
ἐμβιβαστής
ἔμβιος
View word page
ἐμβέβαα
ἐμβέβᾰα, ἐμβέβᾰσαν, ἐμβεβᾰώς,
A). v. ἐμβαίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμβέβαα
Headword (normalized):
ἐμβέβαα
Headword (normalized/stripped):
εμβεβαα
IDX:
33982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμβέβᾰα</span>, <span class="orth greek">ἐμβέβᾰσαν</span>, <span class="orth greek">ἐμβεβᾰώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐμβαίνω</span> .</div> </div><br><br>'}