Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμβατέον
ἐμβατεύω
ἐμβατέω
ἐμβατήρ
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβατικός
ἐμβατός
ἐμβαφίας
ἐμβάφιον
ἔμβαχον
ἐμβέβαα
ἐμβεβαιόομαι
ἐμβεβρυττόμενος
ἐμβελής
ἔμβη
ἐμβιβάζω
ἐμβιβάσκω
ἐμβιβασμός
ἐμβιβαστέον
ἐμβιβαστής
View word page
ἔμβαχον
ἔμβαχον· ἔμβρυον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔμβαχον
Headword (normalized):
ἔμβαχον
Headword (normalized/stripped):
εμβαχον
IDX:
33981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔμβαχον·</span> <span class="foreign greek">ἔμβρυον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}