Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμβαστάζω
ἐμβατεία
ἐμβατέον
ἐμβατεύω
ἐμβατέω
ἐμβατήρ
ἐμβατήριος
ἐμβάτης
ἐμβατικός
ἐμβατός
ἐμβαφίας
ἐμβάφιον
ἔμβαχον
ἐμβέβαα
ἐμβεβαιόομαι
ἐμβεβρυττόμενος
ἐμβελής
ἔμβη
ἐμβιβάζω
ἐμβιβάσκω
ἐμβιβασμός
View word page
ἐμβαφίας
ἐμβᾰφ-ίας· λοπάδες βαθεῖαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμβαφίας
Headword (normalized):
ἐμβαφίας
Headword (normalized/stripped):
εμβαφιας
IDX:
33979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμβᾰφ-ίας·</span> <span class="foreign greek">λοπάδες βαθεῖαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}