ἀκουστικός
ἀκου-στικός, ή, όν,
A). of or for hearing, πάθος Ep. 1p.13U. ; αἴσθησις ἀ. ; 2.37f δύναμις ἀ. Epict. 2.23.2 ; πόρος ἀ. orifice of ear, ; 10.455 τὸ ἀ. faculiy of hearing, de An. 426a7 .
3). = ἀκουσματικός , . 1.9
4). = sq., Sch. Or. 1281 .