Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμβάδιον
ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδόν1
ἐμβαδόν2
ἐμβαδοποιός
ἔμβαθρα
ἐμβαθρικὸν
ἐμβαθύνους
ἐμβαθύνω
ἐμβαίνω
ἐμβακανίτης
ἐμβακχεύω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβαμμάτιον
ἐμβαπτίζω
ἐμβάπτω
ἔμβαρος
ἐμβαρύθω
ἐμβάς
ἐμβασανίζω
View word page
ἐμβακανίτης
ἐμβακανίτης· τὸ μετὰ τοῦ ταρίχους καὶ στέατος σκευαζόμενον βρῶμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐμβακανίτης
Headword (normalized):
ἐμβακανίτης
Headword (normalized/stripped):
εμβακανιτης
IDX:
33952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33953
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμβακανίτης·</span> <span class="foreign greek">τὸ μετὰ τοῦ ταρίχους καὶ στέατος σκευαζόμενον βρῶμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}