Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐμβαδεύω
ἐμβαδίζω
ἐμβαδικός
ἐμβάδιον
ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδόν1
ἐμβαδόν2
ἐμβαδοποιός
ἔμβαθρα
ἐμβαθρικὸν
ἐμβαθύνους
ἐμβαθύνω
ἐμβαίνω
ἐμβακανίτης
ἐμβακχεύω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβαμμάτιον
ἐμβαπτίζω
ἐμβάπτω
ἔμβαρος
View word page
ἐμβαθύνους
ἐμβαθύνους·
σεσοφισμένους, σοφούς
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐμβαθύνους
Headword (normalized):
ἐμβαθύνους
Headword (normalized/stripped):
εμβαθυνους
IDX:
33949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33950
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμβαθύνους·</span> <span class="foreign greek">σεσοφισμένους, σοφούς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}