Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐμβαδᾶς
ἐμβαδεία
ἐμβάδευσις
ἐμβαδεύω
ἐμβαδίζω
ἐμβαδικός
ἐμβάδιον
ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδόν1
ἐμβαδόν2
ἐμβαδοποιός
ἔμβαθρα
ἐμβαθρικὸν
ἐμβαθύνους
ἐμβαθύνω
ἐμβαίνω
ἐμβακανίτης
ἐμβακχεύω
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἐμβαμμάτιον
View word page
ἐμβαδοποιός
ἐμ-βᾰδοποιός, ,
A). shoemaker, Gloss.


ShortDef

shoemaker

Debugging

Headword:
ἐμβαδοποιός
Headword (normalized):
ἐμβαδοποιός
Headword (normalized/stripped):
εμβαδοποιος
IDX:
33946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33947
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐμ-βᾰδοποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shoemaker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}