ἕλωρ
ἕλωρ, τό, Ep. word (twice in Trag., v. infr.), only nom. and acc. sg. and pl.:(ἑλεῖν):—
A). spoil, prey, in sg., of unburied corpses, ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι , cf. 5.488 17.151 ; μὴ θήρεσσιν ἕ. κ. κ. γένωμαι , cf. 5.473 3.271 , ; of valuables, 1.1251 μή .. ἕ. ἄλλοισι γένηται ; 13.208 κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ’ ἕ. Aj. 830 : pl., κυσὶν δ’ ἕλωρα .. πέλειν Supp. 800 (lyr.).