Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐλλός
ἑλλοφόνος
ἐλλοχάω
ἐλλόχησις
ἐλλοχίζω
ἔλλοψ
ἔλλυες
ἔλλυπος
ἔλλυσις
ἐλλύτης
ἐλλυχᾶται
ἐλλυχνιάζω
ἐλλύχνιον
ἐλλυχνιωτός
ἐλλωβάομαι
Ἑλλωτία
ἐλμακίνη
ἑλμινθιάω
ἑλμίνθιον
ἑλμινθοβότανον
ἑλμινθώδης
View word page
ἐλλυχᾶται
ἐλλυχᾶται· πλανᾶται, διατρίβει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐλλυχᾶται
Headword (normalized):
ἐλλυχᾶται
Headword (normalized/stripped):
ελλυχαται
IDX:
33878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλλυχᾶται·</span> <span class="foreign greek">πλανᾶται, διατρίβει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}