Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἀκουόντως
ἀκούρευτος
ἄκουρος
ἀκουσείω
ἀκουσία
ἀκουσιάζομαι
ἀκουσίθεος
ἀκούσιμος
ἀκούσιος
ἀκουσιότης
ἄκουσις
ἄκουσμα
ἀκουσματικός
ἀκουσμάτιον
ἀκουστέον
ἀκουστήριον
ἀκουστής
ἀκουστικός
ἀκουστός
View word page
ἀκούσιος
ἀκούσι-ος [ᾱ],, Att. contr. for ἀεκούσιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκούσιος
Headword (normalized):
ἀκούσιος
Headword (normalized/stripped):
ακουσιος
IDX:
3386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκούσι-ος</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>, Att. contr. for <span class="foreign greek">ἀεκούσιος</span>.</div><br><br>'}