Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἔλλιπος
ἐλλισάμην
ἐλλόβιον
ἐλλοβόκαρπος
ἐλλοβώδης
ἐλλογάω
ἐλλογέω
ἐλλόγιμος
ἐλλογιμότης
ἔλλογος
Ἑλλοί
ἔλλοιπος
ἐλλοξοτέρως
Ἐλλοπία
ἐλλοπιεύω
ἐλλοπίης
ἐλλόποδες
ἔλλοπος
ἑλλός
ἐλλός
ἑλλοφόνος
View word page
Ἑλλοί
Ἑλλοί· Ἕλληνες οἱ ἐν Δωδώνη, καὶ οἱ ἱερεῖς, Hsch.; cf. Σελλοί.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἑλλοί
Headword (normalized):
ἑλλοί
Headword (normalized/stripped):
ελλοι
IDX:
33859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἑλλοί·</span> <span class="foreign greek">Ἕλληνες οἱ ἐν Δωδώνη, καὶ οἱ ἱερεῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">Σελλοί</span>.</div><br><br>'}