ἐλλειπτικός
ἐλλειπ-τικός, ή, όν, in Gramm.,
A). elliptic, defective, σχῆμα , cf. 66.24 Conj. 226.20 : c.gen., τῶν μορίων Synt. 141.14 . Adv. -κῶς in APr. 316.30 , . 1080.17
b). summary, brief, . Adv. 15.796 -κῶς . 18(1).881