Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑλλεβορίνη
ἑλλεβορισμός
ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἑλλεβοροσήματα
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἔλλειν
ἐλλειπασμός
ἐλλειπής
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
ἐλλείπω
ἐλλείχω
ἔλλειψις
ἔλλερος
Ἐλλεσίη
ἔλλεσχος
ἔλλετε
View word page
ἐλλειπασμός
ἐλλειπ-ασμός,
A). f.l. for λοιπασμός (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐλλειπασμός
Headword (normalized):
ἐλλειπασμός
Headword (normalized/stripped):
ελλειπασμος
IDX:
33803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλλειπ-ασμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">λοιπασμός</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}