Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑλλεβορίζω
ἑλλεβορίνη
ἑλλεβορισμός
ἑλλεβορίτης
ἑλλεβοροδότης
ἑλλεβοροποσία
ἑλλέβορος
ἑλλεβοροσήματα
ἐλλεδανός
ἔλλειμμα
ἔλλειν
ἐλλειπασμός
ἐλλειπής
ἐλλειπόντως
ἐλλειπτικός
ἐλλείπω
ἐλλείχω
ἔλλειψις
ἔλλερος
Ἐλλεσίη
ἔλλεσχος
View word page
ἔλλειν
ἔλλειν·
ἴλλειν, κατέχειν
,
Hsch.
:— Pass.,
ἐλλόμενα· περικλειόμενα
, Id.; cf.
εἴλω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔλλειν
Headword (normalized):
ἔλλειν
Headword (normalized/stripped):
ελλειν
IDX:
33802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33803
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔλλειν·</span> <span class="foreign greek">ἴλλειν, κατέχειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>:— Pass., <span class="foreign greek">ἐλλόμενα· περικλειόμενα</span>, Id.; cf. <span class="foreign greek">εἴλω</span>.</div><br><br>'}