Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγανακτικός
ἀγάνεται
ἀγάννα
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἀγανόρειος
ἀγανός
ἄγανος
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωτος
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπη
View word page
ἀγανόρειος
ἀγᾱνόρειος, ἀγᾱνοπία, Dor. for ἀγην-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγανόρειος
Headword (normalized):
ἀγανόρειος
Headword (normalized/stripped):
αγανορειος
IDX:
337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγᾱνόρειος</span>, <span class="orth greek">ἀγᾱνοπία</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἀγην-.</span> </div><br><br>'}