Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκοσμήεις
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἀκόσμιος
ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκόστιλα
ἄκοτος
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἀκουόντως
ἀκούρευτος
ἄκουρος
ἀκουσείω
ἀκουσία
ἀκουσιάζομαι
ἀκουσίθεος
ἀκούσιμος
ἀκούσιος
ἀκουσιότης
View word page
ἀκουή
ἀκουή, , Ep. for ἀκοή (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκουή
Headword (normalized):
ἀκουή
Headword (normalized/stripped):
ακουη
IDX:
3377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκουή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ἀκοή</span> (q.v.).</div><br><br>'}