Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑλκυστικός
ἑλκυστίνδα
ἑλκυστός
ἕλκυστρον
ἕλκω
ἑλκώδης
ἕλκωμα
ἑλκωματικός
ἕλκωσις
ἑλκωτικός
ἑλλά
Ἑλλαδαρχέω
Ἑλλαδάρχης
Ἑλλαδικός
ἔλλαθι
ἐλλαλέω
ἐλλαμβάνω
ἐλλαμπρύνομαι
ἐλλάμπω
ἔλλαμψις
Ἑλλάνιος
View word page
ἑλλά
ἑλλά
,
ἡ
, Lacon. for
καθέδρα
,
Hsch.
:—also
Ἕλλα·
Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑλλά
Headword (normalized):
ἑλλά
Headword (normalized/stripped):
ελλα
IDX:
33774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33775
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑλλά</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Lacon. for <span class="foreign greek">καθέδρα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>:—also <span class="orth greek">Ἕλλα·</span> <span class="foreign greek">Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ</span>, Id.</div><br><br>'}