Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄκος
ἀκοσκίνευτος
ἀκοσμέω
ἀκοσμήεις
ἀκόσμητος
ἀκοσμία
ἀκόσμιος
ἄκοσμος
ἀκοστάω
ἀκοστή
ἀκόστιλα
ἄκοτος
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἀκουόντως
ἀκούρευτος
ἄκουρος
ἀκουσείω
ἀκουσία
ἀκουσιάζομαι
ἀκουσίθεος
View word page
ἀκόστιλα
ἀκόστιλα· ἐλάχιστα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκόστιλα
Headword (normalized):
ἀκόστιλα
Headword (normalized/stripped):
ακοστιλα
IDX:
3374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκόστιλα·</span> <span class="foreign greek">ἐλάχιστα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}