Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑλικοπέταλος
ἑλικόρροος
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικτήρ
ἑλικτήριον
ἑλικτικός
ἑλικτός
ἑλικώδης
ἑλίκων
Ἑλικών
ελ
Ἑλικώνιος
ἑλικωπός
ἑλικωτός
ἑλίκωψ
ἕλινος
ἑλινότροπος
ἑλινοφόρος
ἐλινύες
Ἐλινύμενος
View word page
Ἑλικών
Ἑλῐκών, ῶνος , ὁ (<*>


ShortDef

Helicon

Debugging

Headword:
Ἑλικών
Headword (normalized):
ἑλικών
Headword (normalized/stripped):
ελικων
IDX:
33708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33709
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἑλῐκών</span>, <span class="itype greek">ῶνος</span> <span class="foreign greek">, ὁ</span> (&lt;*&gt;</div><br><br>'}