Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑλικογραφέω
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικοκέρατος
ἑλικοπέταλος
ἑλικόρροος
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικτήρ
ἑλικτήριον
ἑλικτικός
ἑλικτός
ἑλικώδης
ἑλίκων
Ἑλικών
ελ
Ἑλικώνιος
ἑλικωπός
ἑλικωτός
ἑλίκωψ
ἕλινος
View word page
ἑλικτικός
ἑλικ-τικός
,
ή
,
όν
,
A).
coiled
,
τὸ ἑ. τῆς οὐρᾶς
Doroth.in
Cat. Cod.Astr.
2.158
.
ShortDef
coiled
Debugging
Headword:
ἑλικτικός
Headword (normalized):
ἑλικτικός
Headword (normalized/stripped):
ελικτικος
IDX:
33704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33705
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑλικ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coiled</span>, <span class="foreign greek">τὸ ἑ. τῆς οὐρᾶς</span> Doroth.in <span class="tr" style="font-weight: bold;">Cat. Cod.Astr.</span> <span class="bibl"> 2.158 </span>.</div> </div><br><br>'}