Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑλικάστερος
ἑλικαυγής
ἑλίκη
ἑλικηδόν
ἑλικίας
ἑλικοβλέφαρος
ἑλικοβόστρυχος
ἑλικογραφέω
ἑλικοδρόμος
ἑλικοειδής
ἑλικοκέρατος
ἑλικοπέταλος
ἑλικόρροος
ἑλικός
ἑλικοστέφανος
ἑλικτήρ
ἑλικτήριον
ἑλικτικός
ἑλικτός
ἑλικώδης
ἑλίκων
View word page
ἑλικοκέρατος
ἑλῐκο-κέρατος, ον,
A). with curled horns, Hsch. s.v. ἕλικας .


ShortDef

with curled horns

Debugging

Headword:
ἑλικοκέρατος
Headword (normalized):
ἑλικοκέρατος
Headword (normalized/stripped):
ελικοκερατος
IDX:
33697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἑλῐκο-κέρατος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with curled horns</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">ἕλικας</span> .</div> </div><br><br>'}