Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντόνωτος
ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντουργός
ἐλεφαντουργία
ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντοφανής
ἐλεφαντόχρως
ἐλεφαντόω
ἐλεφαντώδης
ἐλεφάντωσις
ἐλεφαντωτός
ἐλέφας
View word page
ἐλεφαντουργική
ἐλεφαντ-ουργική
(sc.
τέχνη
),
ἡ
,
A).
the art of ivory-working
, Sch.Paul. Al.
P.
1
.
ShortDef
the art of ivory-working
Debugging
Headword:
ἐλεφαντουργική
Headword (normalized):
ἐλεφαντουργική
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντουργικη
IDX:
33659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33660
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλεφαντ-ουργική</span> (sc. <span class="foreign greek">τέχνη</span>), <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the art of ivory-working</span>, Sch.Paul. Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">P.</span> 1 </span>.</div> </div><br><br>'}