ἐλεφάντινος
ἐλεφάντ-ῐνος, η, ον,
A). of ivory, , 33.1 Eq. 1169 , Pl. 815 , al.; δίφρος ἐ.,= Lat. sella curulis, (pl.), al.; 6.53.9 οἶκοι ἐ. Am. 3.15 ; τὸ ἐ. the substance of ivory, Hp.Ma. 290c .
2). white as ivory, μέτωπον Anacreont. 15.12 ; τάριχος Crates 29 .