Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐλεφαίρομαι
ἐλεφανταγωγός
ἐλεφαντάρχης
ἐλεφανταρχία
ἐλεφάντειος
ἐλεφαντεύς
ἐλεφαντηγός
ἐλεφαντίασις
ἐλεφαντιασμός
ἐλεφαντιάω
ἐλεφαντίνεος
ἐλεφάντινος
ἐλεφαντίσκιον
ἐλεφαντιστής
ἐλεφαντόβοτος
ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντομάχος
View word page
ἐλεφαντίνεος
ἐλεφαντ-ίνεος, α, ον,
A). of elephants, ὀδόντες IG 3.1376 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐλεφαντίνεος
Headword (normalized):
ἐλεφαντίνεος
Headword (normalized/stripped):
ελεφαντινεος
IDX:
33644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33645
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλεφαντ-ίνεος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of elephants</span>, <span class="quote greek">ὀδόντες</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 3.1376 </span> .</div> </div><br><br>'}