Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἑλειομαλάχη
ἑλειονόμος
ἑλειόρριζον
ἕλειος
ἑλειός
ἑλειοσέλινον
ἑλειότροφος
ἑλειόχρυσος
ἐλεϊσμός
ἑλείτης
ἔλεκτο
ἐλελεῦ
ἐλελίζω1
ἐλελίζω2
ἐλελίστροφε
ἐλελισφακίτης
ἐλελίσφακον
ἐλελίσφακος
ἐλελίχθημα
ἐλελίχθων
ἐλελόγχειν
View word page
ἔλεκτο
ἔλεκτο,
A). v. λέγω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔλεκτο
Headword (normalized):
ἔλεκτο
Headword (normalized/stripped):
ελεκτο
IDX:
33570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔλεκτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λέγω</span> .</div> </div><br><br>'}