Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐλεημοποιός
ἐλεημοσύνη
ἐλεήμων
ἐλεήσατο
ἐλεητικός
ἐλεητός
ἐλεητύς
ἐλεθαινομένη
ἑλειήτης
ἐλειθερεῖ
Ἐλείθυια
ἑλεῖν
ἑλειοβάτης
ἑλειογενής
ἑλειοδίακτος
ἑλειομαλάχη
ἑλειονόμος
ἑλειόρριζον
ἕλειος
ἑλειός
ἑλειοσέλινον
View word page
Ἐλείθυια
Ἐλείθυια, ,
A). v. Εἰλείθυια.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἐλείθυια
Headword (normalized):
ἐλείθυια
Headword (normalized/stripped):
ελειθυια
IDX:
33555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33556
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἐλείθυια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Εἰλείθυια.</span> </div> </div><br><br>'}