Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀκόντως
ἀκοός
ἀκοπητί
ἀκοπία
ἀκοπίαστος
ἀκοπίατος
ἄκοπος
ἀκόπριστος
ἄκοπρος
ἀκοπρώδης
ἀκοράζεσθαι
ἀκόρεστος
ἀκόρετος
ἀκορής
ἀκόρητος
ἀκορία
ἀκορίτης
ἄκορνα
ἀκορνοί
ἄκορον
ἄκορος
View word page
ἀκοράζεσθαι
ἀκοράζεσθαι·
ἀκροᾶσθαι
,
Hsch.
(i.e.
ἀκο vάζεσθαι
).
ἀκοραῖος·
βλαβερός, ἀνωφελής
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκοράζεσθαι
Headword (normalized):
ἀκοράζεσθαι
Headword (normalized/stripped):
ακοραζεσθαι
IDX:
3350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3351
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκοράζεσθαι·</span> <span class="foreign greek">ἀκροᾶσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (i.e. <span class="foreign greek">ἀκο vάζεσθαι</span>). <span class="orth greek">ἀκοραῖος·</span> <span class="foreign greek">βλαβερός, ἀνωφελής</span>, Id.</div><br><br>'}