Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐλαφηβόλια2
ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφίαι
ἐλαφικόν
ἐλαφίνης
ἐλάφιον
ἐλάφιος
ἐλαφίς
ἐλαφόβοσκον
ἐλαφογενές
ἐλαφοειδής
ἐλαφόκρανος
ἐλαφοκτόνος
ἐλαφόπους
ἔλαφος
ἐλαφόσκορδον
ἐλαφοσσοΐα
ἐλαφόστικτος
ἐλαφρία
ἐλαφρίζω
View word page
ἐλαφογενές
ἐλᾰφο-γενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐλαφογενές
Headword (normalized):
ἐλαφογενές
Headword (normalized/stripped):
ελαφογενες
IDX:
33470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλᾰφο-γενές·</span> <span class="foreign greek">τῆς ἐλάφου ὁ μυελός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}