Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐλαττωτικός
ἐλαύνω
ἐλαύτατον
ἐλάφειος
ἐλαφῆ
ἐλαφηβολία1
ἐλαφηβόλια2
ἐλαφηβολιών
ἐλαφηβόλος
ἐλαφίαι
ἐλαφικόν
ἐλαφίνης
ἐλάφιον
ἐλάφιος
ἐλαφίς
ἐλαφόβοσκον
ἐλαφογενές
ἐλαφοειδής
ἐλαφόκρανος
ἐλαφοκτόνος
ἐλαφόπους
View word page
ἐλαφικόν
ἐλᾰφ-ικόν
,
τό
,=
ἐλαφόβοσκον
, Ps.-
Dsc.
3.69
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐλαφικόν
Headword (normalized):
ἐλαφικόν
Headword (normalized/stripped):
ελαφικον
IDX:
33464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33465
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλᾰφ-ικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">ἐλαφόβοσκον</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.69 </span>.</div><br><br>'}