Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
ἀκοντιστήριον
ἀκοντιστής
ἀκοντιστικός
ἀκοντιστύς
ἀκοντοβόλος
ἀκοντοδόκος
ἀκοντοφόρος
ἀκόντως
ἀκοός
ἀκοπητί
ἀκοπία
ἀκοπίαστος
ἀκοπίατος
ἄκοπος
ἀκόπριστος
ἄκοπρος
ἀκοπρώδης
ἀκοράζεσθαι
View word page
ἀκόντως
ἀκόντως, Adv. of ἄκων (B),
A). v. ἀέκων .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκόντως
Headword (normalized):
ἀκόντως
Headword (normalized/stripped):
ακοντως
IDX:
3340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκόντως</span>, Adv. of <span class="foreign greek">ἄκων</span> (B), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀέκων</span> .</div> </div><br><br>'}