Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄγαμος
ἄγαν
ἄγανα
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγανακτικός
ἀγάνεται
ἀγάννα
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἀγανόρειος
ἀγανός
ἄγανος
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωτος
View word page
ἀγάννα
ἀγάννα· ἅμαξα ἱερά· καὶ ἡ ἐν οὐρανῷ ἄρκτος, Et.Gud., cf. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγάννα
Headword (normalized):
ἀγάννα
Headword (normalized/stripped):
αγαννα
IDX:
333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγάννα·</span> <span class="foreign greek">ἅμαξα ἱερά· καὶ ἡ ἐν οὐρανῷ ἄρκτος,</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Et.Gud.</span>, cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}