Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
ἐλαιοπινής
ἐλαιοπλήθης
ἐλαιοποιΐα
ἐλαιοπράτης
ἐλαιόπρῳρος
ἐλαιοπώλης
ἐλαιόροος
ἐλαιόρυτος
View word page
ἐλαιομετρέω
ἐλαιο-μετρέω,
A). provide oil for, τοὺς βουλευτάς IGRom. 4.216 (Ilium).


ShortDef

provide oil for

Debugging

Headword:
ἐλαιομετρέω
Headword (normalized):
ἐλαιομετρέω
Headword (normalized/stripped):
ελαιομετρεω
IDX:
33345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33346
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλαιο-μετρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">provide oil for</span>, <span class="quote greek">τοὺς βουλευτάς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.216 </span> (Ilium).</div> </div><br><br>'}