Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐλαιοειδής
ἐλαιοθεσία
ἐλαιοθέσιον
ἐλαιοθετέω
ἐλαιοθέτης
ἐλαιόθηλος
ἐλαιόθρεπτος
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
ἐλαιόμελι
ἐλαιομετρέω
ἔλαιον
ἐλαιοπάροχος
View word page
ἐλαιοκομικός
ἐλαιο-κομικός, , όν,
A). belonging to ἐλαιοκομία: -κή,, ibid.


ShortDef

belonging to ἐλαιοκομία

Debugging

Headword:
ἐλαιοκομικός
Headword (normalized):
ἐλαιοκομικός
Headword (normalized/stripped):
ελαιοκομικος
IDX:
33337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλαιο-κομικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to</span> <span class="foreign greek">ἐλαιοκομία</span>: <span class="foreign greek">-κή,</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}