Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐλαιόβροχος
ἐλαιόγαρον
ἐλαιόδευτος
ἐλαιοδόκος
ἐλαιοειδής
ἐλαιοθεσία
ἐλαιοθέσιον
ἐλαιοθετέω
ἐλαιοθέτης
ἐλαιόθηλος
ἐλαιόθρεπτος
ἐλαιοκάπηλος
ἐλαιοκομέω
ἐλαιοκομία
ἐλαιοκομικός
ἐλαιοκόμιον
ἐλαιοκόμος
ἐλαιοκονία
ἐλαιοκόνιον
ἐλαιολογέω
ἐλαιολόγος
View word page
ἐλαιόθρεπτος
ἐλαιό-θρεπτος, ον,
A). f.l. for ἑλεόθρεπτον , Et.Gud. s.v. Ἑλένη .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐλαιόθρεπτος
Headword (normalized):
ἐλαιόθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
ελαιοθρεπτος
IDX:
33333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐλαιό-θρεπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἑλεόθρεπτον</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Et.Gud.</span> s.v. <span class="ref greek">Ἑλένη</span> .</div> </div><br><br>'}