Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκονητί
ἀκονητός
ἀκονήτως
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
ἀκονιτί
ἀκονιτικός
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἄκονος
ἀκοντί
ἀκοντίας
ἀκοντίζω
ἀκοντίλος
ἀκόντιον
ἀκοντισία
ἀκόντισις
ἀκόντισμα
ἀκοντισμός
ἀκοντιστήρ
View word page
ἄκονος
ἄκονος,
A). v. ἄκινος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄκονος
Headword (normalized):
ἄκονος
Headword (normalized/stripped):
ακονος
IDX:
3322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3323
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄκονος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄκινος</span> .</div> </div><br><br>'}