Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐκφλοίομαι
ἐκφλύζω
ἐκφλυνδάνω
ἐκφλύω
ἐκφοβέω
ἐκφόβημα
ἐκφόβησις
ἐκφοβητικός
ἐκφόβητρον
ἔκφοβος
ἐκφόδιος
ἐκφοινίσσω
ἐκφοιτάω
ἐκφοίτησις
ἐκφορά
ἐκφορέω
ἐκφοριαστής
ἐκφορίζω
ἐκφορικός
ἐκφόριον
ἐκφορόομαι
View word page
ἐκφόδιος
ἐκφόδιος
, dub. sens. in
POxy.
387
(i A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκφόδιος
Headword (normalized):
ἐκφόδιος
Headword (normalized/stripped):
εκφοδιος
IDX:
33187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33188
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκφόδιος</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 387 </span> (i A.D.).</div><br><br>'}