Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀκόμψευτος
ἄκομψος
ἀκονάω
ἄκονδος
ἀκόνδυλος
ἀκόνη
ἀκόνησις
ἀκονητής
ἀκονητί
ἀκονητός
ἀκονήτως
ἀκονίας
ἀκονίατος
ἀκόνιον
ἀκονιτί
ἀκονιτικός
ἀκόνιτον
ἀκόνιτος
ἄκονος
ἀκοντί
ἀκοντίας
View word page
ἀκονήτως
ἀκον-ήτως· ἀκοπιάστως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκονήτως
Headword (normalized):
ἀκονήτως
Headword (normalized/stripped):
ακονητως
IDX:
3314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-3315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀκον-ήτως·</span> <span class="foreign greek">ἀκοπιάστως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}