Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἑκυρεύω
ἑκυρός
ἔκυσα
ἐκφαιδρύνω
ἐκφαίνω
ἐκφαλαγγίζω
ἐκφάνδην
ἐκφάνεια
ἐκφανής
ἐκφανίζω
ἐκφανόω
ἔκφανσις
ἐκφαντάζομαι
ἐκφαντικός
ἐκφαντορία
ἐκφαντορικός
ἔκφαντος
ἐκφάντωρ
ἐκφάσθαι
ἔκφασις
ἐκφατνίζω
View word page
ἐκφανόω
ἐκφαν-όω
, pf. part. Pass.
ἐκπεφανωμένος· ἀπόπληκτος
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκφανόω
Headword (normalized):
ἐκφανόω
Headword (normalized/stripped):
εκφανοω
IDX:
33140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33141
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκφαν-όω</span>, pf. part. Pass. <span class="foreign greek">ἐκπεφανωμένος· ἀπόπληκτος</span>, Id.</div><br><br>'}