Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐκτρωματισμός
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
ἐκτυλίσσω
ἐκτυλόω
ἐκτύλωσις
ἐκτυλωτέον
ἐκτυλωτικός
ἐκτυμπάνωσις
ἔκτυπε
ἔκτυπος
ἐκτυπόω
ἐκτύπωμα
ἐκτύπωσις
ἐκτυπωτός
ἐκτυφλόω
ἐκτύφλωσις
ἔκτυφος
ἐκτυφόω
ἐκτύφω
View word page
ἔκτυπε
ἔκτῠπε
, 3 sg. aor. 2 of
κτυπέω
.
ἐκτυπέω
,
A).
f.l. for
ἐκκτυπέω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔκτυπε
Headword (normalized):
ἔκτυπε
Headword (normalized/stripped):
εκτυπε
IDX:
33116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33117
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔκτῠπε</span>, 3 sg. aor. 2 of <span class="foreign greek">κτυπέω</span>. <span class="orth greek">ἐκτυπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ἐκκτυπέω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}