Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐκτρυπάω
ἐκτρύπημα
ἐκτρύπησις
ἐκτρυφάω
ἐκτρυχόω
ἐκτρύχω
ἐκτρύω
ἐκτρώγω
ἔκτρωμα
ἐκτρωματιαῖος
ἐκτρωματισμός
ἔκτρωσις
ἐκτρωσμός
ἐκτρωτικός
ἐκτυλίσσω
ἐκτυλόω
ἐκτύλωσις
ἐκτυλωτέον
ἐκτυλωτικός
ἐκτυμπάνωσις
ἔκτυπε
View word page
ἐκτρωματισμός
ἐκ-τρωμᾰτισμός
,
ὁ
,=
ἐκτρωσμός
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐκτρωματισμός
Headword (normalized):
ἐκτρωματισμός
Headword (normalized/stripped):
εκτρωματισμος
IDX:
33106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-33107
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐκ-τρωμᾰτισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">ἐκτρωσμός</span>, Id.</div><br><br>'}